ἀστραγάλους

ἀστραγάλους
ἀστράγαλος
one of the vertebrae
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

  • βελέσι — το 1. γυναικείο μεσοφόρι (από τη μέση ως τους αστραγάλους) συνήθως βαμβακερό 2. εξωτερικό, επίσημο γυναικείο ένδυμα (από τη μέση ως τους αστραγάλους) 3. φρ. «σέρνεται απ το βελέσι της» η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.)… …   Dictionary of Greek

  • βράκα — Αντρικό ή γυναικείο ευρύχωρο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική braca. Χαρακτηριστική θεωρείται η κρητική β., που εμφανίστηκε στο νησί στις αρχές του 16ου αι. Φαίνεται ότι …   Dictionary of Greek

  • κιμονό — (kimono). Παραδοσιακό, εξωτερικό ιαπωνικό ένδυμα. Η καταγωγή της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα, οπότε σήμαινε γενικά την ενδυμασία. Το κ. με τη γνωστή του μορφή αποτέλεσε βασικό ένδυμα για τους άνδρες για τις γυναίκες κατά την περίοδο Χεϊάν (794 …   Dictionary of Greek

  • ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …   Dictionary of Greek

  • αστραγάλισις — ἀστραγάλισις, η (Α) [αστραγαλίζω] το να παίζει κανείς με αστραγάλους …   Dictionary of Greek

  • αστραγαλιστικός — ἀστραγαλιστικός, ή, όν (Α) [αστραγαλίζω] ο σχετικός με αστραγάλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”